λιπαρώς

λιπαρώς
(I)
λιπαρῶς (Α)
επίρρ. βλ. λιπαρής.
————————
(II)
λιπαρῶς (Α)
επίρρ. βλ. λιπαρός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λιπαρῶς — λῑπαρῶς , λιπαρής persisting adverbial (attic epic doric) λιπαρός oily adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπαρός — ή, ό (AM λιπαρός, ά, όν) 1. ελαιώδης ή αυτός που γυαλίζει από το λάδι ή το λίπος (α. «λιπαρά μαλλιά» β. «αἰεὶ δὲ λιπαροί κεφαλὰς καὶ καλὰ πρόσωπα», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που περιέχει λίπος, λιπώδης, ελαιώδης, παχύς (α. «λιπαρά φαγητά» β. «λιπαρὸς… …   Dictionary of Greek

  • λιπαρής — λιπαρής, ές (Α) [λιπαρώ] 1. αυτός που εμμένει, επίμονος, ακούραστος, ακαταπόνητος («εὑρήσεις γάρ με λιπαρῆ ὄντα περὶ τὰ λεγόμενα», Πλάτ.) 2. (για πράγματα ή καταστάσεις) συνεχής, διαρκής, αδιάλειπτος (α. «οὐδέν ἐλλείψουσι αὗται λιπαροῡς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”